-
1 φουντουκιά
η фундук (орешник) -
2 φουντουκιά
[фундукьа] ουσ. Θ. орешник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φουντουκιά
-
3 φουντουκιά
[фундукьа] ουσ θ орешник. -
4 φουντουκιά
hazelΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φουντουκιά
-
5 hazel
φουντουκιά -
6 орех
орех м το καρύδι (плод) η καρυδιά (дерево)' лесной — το φουντούκι (плод)· η φουντουκιά (дерево)' кедровый \орех το κεδροκούκουτσο· кокосовый \орех ο κόκος* * *мкедро́вый оре́х — το κεδροκούκουτσο
коко́совый оре́х — ο κόκος
-
7 фундук
1. (кустарник) η λεπτοκαρυάη φουντουκιά 2 (орех, плод) το λεπτοκάρυοτο φουντούκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фундук
-
8 каленый
кален||ыйприл1. (πε)πυρακτωμένος, κοκκινισμένος:\каленыйое железо τό πυρακτωμένο σίδερο· 2.:\каленыйые орехи τά ψημένα φουντούκια, χί ψημένα φυστίκια (земляные). -
9 hazel
-
10 орешник
-а α.λεφτοκαρυά, φουντουκιά. || λεφτοκαρυότοπος. || λεφτοκάρι, φουντούκι. -
11 фундук
-а α.1. κόρυλλος, αβελαν ία (επιστ.), λεπτοκαρυά, λεφτοκαριά, φουντουκιά.2. λεφτοκάρι, φουντούκι.
См. также в других словарях:
φουντουκιά — Λέγεται και λεπτοκαρυά (κόρυλος η αβελλάνιος). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Φτάνει σε ύψος τα 2 5 μ. και αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση μέσα ή στις παρυφές των δασών βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς, στις… … Dictionary of Greek
φουντουκιά — η είδος φυτού, αλλ. λεπτοκαρυά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ … Dictionary of Greek
τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] … Dictionary of Greek